- ὀλεσισιαλοκάλαμος
- ὀλεσι-σῐᾰλοκάλᾰμος [pron. full] [κᾰ], ον,A made of spittle-wasting reed, epith. of the flute in Pratin.Lyr.1.12 (cj. Bgk. for ὁλοσίαλον κάλαμον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολεσισιαλοκάλαμος — ὀλεσισιαλοκάλαμος, ον (Α) (για αυλό) αυτός που είναι κατασκευασμένος από καλάμι και εξαντλεί το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» + σίαλον + κάλαμος] … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek